- ελελίσφακος
- ο (ΑΜ ἐλελίσφακος, ο και ἐλελίσφακον, το)ονομασία φυτών τού γένους Salvia, αλισφακιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλελίσφακος — salvia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίσφακας — ο το φυτό αλισφακιά και ο καρπός τής αλισφακιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ελελίσφακος*. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφάκι, αλισφακιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλισφακόμηλο] … Dictionary of Greek
σπασόχορτο — το, Ν το φυτό ελελίσφακος, η φασκομηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπασ τού ρ. σπάω + χόρτο] … Dictionary of Greek
σφάγνος — ο, ΝΑ, και σφάγνο, το, Ν νεοελλ. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων που αποτελεί το μοναδικό μέλος τής τάξης σφαγνώδη και περιλαμβάνει 300 είδη μικρών ωχροπράσινων έως βαθυκόκκινων φυτών με ύψος έως 30 εκατοστόμετρα αρχ. 1. το φυτό… … Dictionary of Greek
σφάκα — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.) στην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (25 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Είναι έδρα της… … Dictionary of Greek
φάκο — το, Ν κοινή ονομασία είδους φυτού τού γένους σάλβια. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. ονομ. τού γνωστού με τη λόγια ονομ. φυτού ελελίσφακον ή ελελίσφακος (πρβλ. τις επίσης διαλ. ονομ. τού φυτού φάσκος, σφάκα, σφακιά)] … Dictionary of Greek
φάσκο — το / φάσκον, ΝΜΑ νεοελλ. κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων αρχ. είδος λειχήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως … Dictionary of Greek
σφάκα — η το φυτό ελελίσφακος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλελισφάκου — ἐλελίσφακον neut gen sg ἐλελίσφακος salvia masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλελισφάκῳ — ἐλελίσφακον neut dat sg ἐλελίσφακος salvia masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)